περί

περί
περί: around, see ἀμφί.—I. adv. (including the so - called ‘tmesis’).— (1) around, all round; περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν | φύλλα τε καὶ φλοιόν, i. e. the leaves and bark that encircled it, Il. 1.236; so of throwing a cloak about one, standing around in crowds, being enveloped by the shades of night, Il. 3.384, Il. 10.201.—(2) over and above others, in an extraordinary degree, very; περί τοι μένος, ‘thou hast exceeding strength’, Od. 12.279 ; περὶ μὲν θείειν ταχύν, Il. 16.186; τὸν περὶ Μοῦσα φίλησε, ‘above others,’ ‘extraordinarily,’ Od. 8.63.—A subst. in the appropriate case may specify the relation of the adv., περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ (dat. of place), Od. 5.231 ; ἦ σε περὶ Ζεὺς ἀνθρώπων ἤχθηρε (partitive gen.), Od. 19.363, in the phrase περὶ κῆρι, περὶ θῦμῷ, περί is adv., and the dat. local.—II. prep., (1) w. gen., rare of place, περὶ τρόπιος βεβαώς, i. e. bestriding it, Od. 5.130, 68; usually met., about, for, in behalf of, of the obj. of contention or the thing defended, μάχεσθαι περὶ νηός, ἀμύνεσθαι περὶ νηῶν, Π 1, Il. 12.142; then with verbs of saying, inquiring, about, concerning, of (de), μνήσασθαι περὶ πομπῆς, Od. 7.191; rarely causal, περὶ ἔριδος μάρνασθαι, Il. 7.301; denoting superiority, above, περὶ πάντων ἔμμεναι ἄλλων, Il. 1.287; so with adjectives, περὶ πάντων κρατερός, ὀιζυρός.—(2) w. dat., local, around, on, as of something transfixed on a spit or a weapon, περὶ δουρὶ πεπαρμένη, Il. 21.577; so of clothing on the person, περὶ χροῒ εἵματα ἔχειν, χαλκὸς περὶ στήθεσσι, κνίση ἑλισσομένη περὶ καπνῷ, curling ‘around in’ the smoke, Il. 1.317; then sometimes w. verbs of contending, like the gen., about, for, Od. 2.245, Od. 17.471, Il. 16.568, and w. a verb of fearing, Il. 10.240. Often the dat. is to be explained independently, περί being adverbial, see above (I).— (3) w. acc., local implying motion, στῆσαι (τὶ) περὶ βωμόν, φυλάσσειν περὶ μῆλα, and esp. of sounds, fumes floating around, coming over the senses, stealing over one, περὶ δέ σφεας ἤλυθ ἰωή, Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος, ‘went to his head,’ we should say, Od. 17.261, Od. 9.362; met., of that in which one is interested, πονεῖν περί τι, ‘about,’ ‘over,’ ‘with,’ Il. 24.444, Od. 4.624.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περί — round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρι — περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • Περὶ ὄνου σκιᾶς. — (μάχεσθαι). См. Спорят: старик со старухой на зиму печку делят …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. — περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… …   Dictionary of Greek

  • περί — πρόθ., για …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περι- — α συνθετ. πολλών λέξεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέρι, Ραλφ — (Perry, 1876 – 1957). Αμερικανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος του νεορεαλισμού. Διετέλεσε καθηγητής στο Χάρβαρντ. Έγραψε διάφορα έργα τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται: Οι φιλοσοφικές τάσεις της σύγχρονης εποχής (1912), Νεορεαλισμός (1912) και …   Dictionary of Greek

  • Πέρι, Τσαρλς Χιούμπερτ Χεν — (Parry, 1848 – 1918). Άγγλος μουσικοσυνθέτης, παιδαγωγός και μουσικολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Μουσικό Κολέγιο του Λονδίνου και ταυτόχρονα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”